ουδέτερος

ουδέτερος
-η, -ο (ΑΜ οὐδέτερος, -έρα, -ον, Α και οὐθέτερος, -έρα, -ον)
(αόρ. αντων.)
1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ.
β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέτερο(ν)
γραμμ. γένος τής γραμματικής στο οποίο κατατάσσονται όλα τα ουσιαστικά που δεν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τάσσεται με καμία πλευρά, αμέτοχος, αμερόληπτος («στη διένεξή τους έμεινα ουδέτερος»)
2. αδιάφορος, αδρανής, ψυχρός
3. διεθν. δίκ. αυτός που δεν ακολουθεί κανένα από τα εμπόλεμα μέρη, που δεν μετέχει στον πόλεμο
4. φρ. α) «ουδέτερη ζώνη» ή «ουδέτερο έδαφος» — εδαφική περιοχή συμβατικώς προσδιορισμένη που παρεμβάλλεται μεταξύ τών εμπολέμων έπειτα από τη σύναψη ανακωχής και στην οποία απαγορεύονται οι οχυρώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναζωπύρωση τών συγκρούσεων και στην επανάληψη τών εχθροπραξιών, ώστε να ευνοηθεί το κλίμα εν όψει τής οριστικής κατάπαυσης τής σύρραξης και τής υπογραφής συνθήκης ειρήνης
β) «ουδέτερο σημείο»
(ηλεκτρον.) καθένα από τα δύο σημεία σε μία γεννήτρια ηλεκτρονικού συστήματος, τα οποία μπορούν να ενωθούν χωρίς να διαφοροποιηθεί το ηλεκτρικό σύστημα
γ) «ουδέτερη ίνα»
(μηχαν.) καθεμιά από τις ίνες μιας ράβδου οι οποίες, στην περίπτωση κάμψης τής ράβδου όταν αυτή υπόκειται σε μία δύναμη κάθετη προς τον κύριο άξονά της, διατηρούν το αρχικό τους μέγεθος, ενώ άλλες επιμηκύνονται και άλλες βραχύνονται
αρχ.
1. αυτός που δεν ανήκει σε καμία από δύο τάξεις, κατηγορίες, ιδιότητες ή ομάδες οι οποίες αντιτίθενται μεταξύ τους («διαφερουσῶν δὲ τῶν ἐνεργειῶν... τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐδετέρων», Αριστοτ.)
2. (στην ιατρ.) αυτός που δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε υγιής ούτε ασθενής («οὐδέτερον σώμα», Γαλην.).
επίρρ...
ουδετέρως και ουδέτερα (ΑΜ ούδετέρως, Α και οὐδέτερα)
νεοελλ.
με αμέτοχο, με αμερόληπτο τρόπο
μσν.-αρχ.
με κανέναν από τους δύο τρόπους, ούτε έτσι, ούτε αλλιώς
αρχ.
1. χωρίς να ανήκει σε κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη
2. σε ουδέτερο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἕτερος (πρβλ. μηδ-έτερος). Για τον τ. οὐθέτερος πρβλ. ουδείς: ουθείς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οὐδέτερος — not either masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδέτερος — η, ο 1. ούτε αρσενικός ούτε θηλυκός. 2. ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο, αμέτοχος, αδιάφορος: Στον πόλεμο πολλά κράτη έμειναν ουδέτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐδετέρων — οὐδέτερος not either fem gen pl οὐδέτερος not either masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρως — οὐδέτερος not either adverbial οὐδέτερος not either masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέτερον — οὐδέτερος not either masc acc sg οὐδέτερος not either neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρη — οὐδέτερος not either fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρην — οὐδέτερος not either fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρης — οὐδέτερος not either fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέροις — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέροισι — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”